ανελέητος

ανελέητος
η , ο [ος , ον ]
1) беспощадный, безжалостный, бессердечный; 2) не получивший милостыни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανελέητος" в других словарях:

  • ἀνελέητος — without pity masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανελέητος — η, ο (AM ἀνελέητος, ον) ο χωρίς έλεος, ανηλεής, σκληρός νεοελλ. αυτός που δεν βρίσκει έλεος, επιείκεια, βοήθεια, ελεημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ανελέητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε λυπάται τους άλλους, άσπλαχνος: Στους αντιπάλους του ήταν σκληρός και ανελέητος. 2. αυτός που δεν ελεήθηκε, που δεν του δωσαν ελεημοσύνη: Ακόμη και στα χωριά τον άφηναν ανελέητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισάνοικτος — ον, Μ αυτός που δεν αισθάνεται καθόλου οίκτο, ανελέητος, πολύ σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄνοικτος «σκληρός, ανελέητος» (< στερητ. ἀ(ν) + οἶκτος)] …   Dictionary of Greek

  • αδυσώπητος — η, ο (Α ἀδυσώπητος, ον) [δυσωπῶ] νεοελλ. ασυγκίνητος, ανελέητος, αμείλικτος, σκληρός αρχ. 1. που δεν μπόρεσε κανείς να μεταβάλει την έκφραση τού προσώπου του, δηλ. ο ατάραχος, ο απαθής, ο άκαμπτος 2. αυτός που δεν μπόρεσε κανείς να τόν κάνει να… …   Dictionary of Greek

  • αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… …   Dictionary of Greek

  • αμείλικτος — και χτος, η, ο (Α ἀμείλικτος, ον) [μειλίσσω] ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος …   Dictionary of Greek

  • ανήλεος — η, ο ανηλεής, ανελέητος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»